- σχοινοστρόφος
- σχοινοστρόφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχοινοστρόφος — ον, Α βλ. σχοινιοστρόφος … Dictionary of Greek
σχοινοστρόφον — σχοινοστρόφος masc/fem acc sg σχοινοστρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοστρόφε — σχοινοστρόφος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινιοστρόφος — και σχοινοστρόφος, ὁ, Α 1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος 2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού 3. (κατ επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό 4. το φυτό κάναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + στροφος (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
ՉՈՒԱՆԱՄԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0580 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχοινοστρόφος, σχοινιοστρόφος funemcontorquens, restio. Մանօղ զչուան. չըվան շինօղ՝ սլըրօղ. ... *Վասն չուանամանաց եւ պղնձագործաց եւ վասն այլոց գռեհիկ մարդկան. Ոսկ. մ. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)